- ὀλιγοπραγμοσύνη
- ὀλιγο-πραγμοσύνη, ἡ, Ggstz von πολυπραγμοσύνη, Beschäftigung mit wenigen Dingen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολιγοπραγμοσύνη — η (Α ὀλιγοπραγμοσύνη) [ολιγοπράγμων] 1. ενασχόληση με λίγα πράγματα 2. αδράνεια νεοελλ. έλλειψη φιλοδοξιών και ενδιαφερόντων … Dictionary of Greek
ὀλιγοπραγμοσύνην — ὀλιγοπραγμοσύνη a retired life fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀλιγοπραγμοσύνης — ὀλιγοπραγμοσύνη a retired life fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)